-
1 εμβαινω
(fut. ἐμβήσομαι, aor. 2 ἐνέβην, pf. ἐμβέβηκα, pf. 2 ἐμβέβαα; к 9-11 aor. 2 ἐνέβησα)1) входить, вступать(γῆς ὅρων Soph.; ἄξενον στέγην Eur.)
2) входить, погружаться(εἰς ποταμόν Plat. и τῷ ποταμῷ Heracl. ap. Arst.)
3) всходить, садиться(νηΐ и ἐν νηΐ Hom.; ἐς νέας Her. и εἰς ναῦς Lys., Plat.; τὸν λέμβον Polyb.; εἰς τὸ πλοῖον - v. l. τὸ πλοῖον Plut.)
ἵπποισιν καὴ ἅρμασιν ἐμβεβαώς Hom. — стоя на запряженной колеснице:κατά τι ἐμβεβαώς Hom. — прикрепленный к чему-л.4) садиться на корабль(ποῖ ποτ΄ ἐ. με χρή; Eur.; ταχέως ἔμβαινε Arph.)
5) идти дальше или вперед, продвигаться(ἔμβητον ὅττι τάχιστα Hom.; ἔμβα, χώρει Arph.)
6) перен. входить, тж. начинать, пускаться(εἴς τι, реже τινί Plat.)
εἰς τέν θάλασσαν ἐ. Lys. — отправляться в морское плавание;εἰς τὸν κίνδυνον ἐ. Xen. — бросаться в опасность;ἐν αὐτοῖς τοῖς δεινοῖς καὴ φοβεροῖς ἐμβεβηκώς Dem. — подвергшись тем же страшным опасностям;εἴς τινα σκέψιν ἱκανέν ἐμβεβηκέναι Plat. — заняться рассмотрением одного важного вопроса;ἐμβῆναι εἰς τέν ἁρμονίαν καὴ εἰς τὸν ῥυθμόν Plat. — пуститься в пляс под музыку7) ступать, ходить(ἴχνεσι πατρός Pind.; ἁλουργέσιν Aesch.)
8) наступать ногой, попирать(ἐλάφῳ Hom.; перен. Περσῶν γενεᾷ Aesch.; δυστυχοῦντι Men.)
9) вводить на корабль, грузить(μῆλα Hom. - in tmesi)
10) сажать(τινὰ δίφρον Eur.)
11) ввергать, повергать(τινά ἐς φροντίδα Her.)
-
2 εκποδων
Iadv.1) вдали, в стороне(εἶναι Soph., Her.; ἔχειν ἑαυτόν Aesch., Plat.; ἀποστῆναι Eur.)
2) прочь, в сторону, далеко, вдальἐ. γίγνεσθαι Xen., Plat. — удаляться, уходить, перен. умирать;
ἐ. τινα (τι) ἄγειν Soph., ἀπάγειν Arph. и ποιεῖσθαι Isocr., Xen., Plut. — удалять кого(что)-л., освобождаться от кого(чего)-л.;ταύτην φροντίδα ἐ. λέγω Aesch. — об этом, говорю я, заботиться нечегоII(τινος Eur., Xen., Plut. и τινι Eur.)
τὸ μὲν σὸν ἐ. ἔστω λόγου Eur. — о тебе же ни слова -
3 ξυμπεραινω
1) приводить в исполнение, доводить до конца, заканчивать, довершатьξυμπερᾶναι φροντίδα Eur. — продумать до конца, поразмыслить;
κλῇθρα σ. μοχλοῖς Eur. — крепко запирать на запоры;ταῦτα οὕτω συνεπεραίνετο Xen. — вот какие меры были приняты2) совместно совершать, помогать закончитьμετεῖναι τῶν βουλευμάτων καὴ ξ. Eur. — участвовать в планах и помогать их выполнению;
συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν πρός τινα Dem. — разжигать чью-л. вражду к кому-л.3) простирать, распространять4) простираться, распространяться, доходить(σ. καὴ ἐπεκτείνεσθαι εἴς τι Arst.)
5) (преимущ. med.) делать вывод, умозаключатьσυμπεράνασθαι τέν πρότασιν Arst. — вывести (логически) положение;
οὐ συμπεραίνεται Arst. — (логически) не следует;τὸ συμπερανθέν Arst. и τὸ συμπεπερασμένον Arst., Plut. — логический вывод, умозаключение; -
4 συμπεραινω
1) приводить в исполнение, доводить до конца, заканчивать, довершатьξυμπερᾶναι φροντίδα Eur. — продумать до конца, поразмыслить;
κλῇθρα σ. μοχλοῖς Eur. — крепко запирать на запоры;ταῦτα οὕτω συνεπεραίνετο Xen. — вот какие меры были приняты2) совместно совершать, помогать закончитьμετεῖναι τῶν βουλευμάτων καὴ ξ. Eur. — участвовать в планах и помогать их выполнению;
συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν πρός τινα Dem. — разжигать чью-л. вражду к кому-л.3) простирать, распространять4) простираться, распространяться, доходить(σ. καὴ ἐπεκτείνεσθαι εἴς τι Arst.)
5) (преимущ. med.) делать вывод, умозаключатьσυμπεράνασθαι τέν πρότασιν Arst. — вывести (логически) положение;
οὐ συμπεραίνεται Arst. — (логически) не следует;τὸ συμπερανθέν Arst. и τὸ συμπεπερασμένον Arst., Plut. — логический вывод, умозаключение;
См. также в других словарях:
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
παρεγγυώ — άω, ΜΑ 1. συνιστώ, υποδεικνύω (α. «τοῡτ ἐγὼ παρεγγυῶ», Μένανδρ. β. «εἰρἡνην ἡμῑν παρεγγυᾷ», Επιφάν.) 2. διατάσσω, εκδίδω εντολή (α. «καθὼς ὁ Νόμος παρεγγυᾷ», Γρηγ. Νύσ. β. «ταῡτα παρηγγύα πρός τινα», Άννα Κομν.) μσν. υποδεικνύω, υποδηλώνω αρχ. 1 … Dictionary of Greek
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Μαυροκορδάτος — I Επώνυμο οικογένειας λόγιων και πολιτικών, με βυζαντινή καταγωγή. 1. Αλέξανδρος (1791 – 1865). Γιος του Νικολάου (11.), αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Βλ. λ. Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος. 2. Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия